- καταυχένιος
- -ια, -ιο (Α καταυχένιος, -ον, θηλ. και -ενία)αυτός που εκτείνεται πάνω στον αυχένα ή καταφέρεται κατά τού αυχένα (α. «καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμους», Ανθ.Παλ.β. «καταυχενίοις [ή -ίαις] πληγαῑς», Μ. ΑΘαν.)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το καταυχένιοκομμάτι υφάσματος που κρέμεται από το πίσω τμήμα στρατιωτικού πηληκίου και καλύπτει τον αυχένα προφυλάσσοντάς τον από τον ήλιο ή τη βροχή.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -αυχένιος (< αὐχένιος < αὐχήν, αὐχένος), πρβλ. επ-αυχένιος, περι-αυχένιος)].
Dictionary of Greek. 2013.